- εξαγοράζω
- εξαγόρασα, εξαγοράστηκα, εξαγορασμένος, μτβ.1. αγοράζω κάτι από άλλον ολόκληρο, στο ακέραιο, αποκτώ πλήρη κυριότητα με αγορά: Εξαγόρασε το μερίδιο του συνεταίρου του.2. απελευθερώνω κάποιον με καταβολή λύτρων ή κάποιου ανταλλάγματος, λυτρώνω.3. απαλλάσσομαι από κάποια υποχρέωση ή ευθύνη με καταβολή χρηματικού ποσού ή με παροχή άλλου ανταλλάγματος: Εξαγόρασε το υπόλοιπο της θητείας του.4. μτφ., εξασφαλίζω κάτι με δωροδοκία: Εξαγόρασαν τους μάρτυρες κατηγορίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.